συγγαλακτοτροφώ

συγγαλακτοτροφώ
-έω, Α
(για γυναίκα) μαζί με το δικό μου παιδί θηλάζω και το παιδί ενός άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + γαλακτοτροφῶ «θηλάζω, ανατρέφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”